κοντσέρτο

κοντσέρτο
το
(λ. ιταλ.)
1. συναυλία.
2. είδος μουσικής σύνθεσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

  • Προκόφιεφ, Σεργκέι Σεργκέγεβιτς — (Σονκόφκα, Αικατερίνοσλαβ 1891 – Μόσχα 1953). Pώσος συνθέτης. Από πολύ νεαρή ηλικία φανέρωσε το ταλέντο του μελετώντας, αρχικά με τη μητέρα του και συνεχίζοντας τις σπουδές του στο Ωδείο της Πετρούπολης όπου είχε δάσκαλο και τον Ρίμσκι Κόρσακοφ.… …   Dictionary of Greek

  • Πιτσέτι Ιλντεμπράντο — (Pizzetti, Πάρμα 1880 – Ρώμη 1968). Ιταλός συνθέτης. Τελείωσε τις μουσικές του σπουδές στο γνωστό ωδείο της γενέτειράς του και για πολλά χρόνια εργάστηκε συγχρόνως ως καθηγητής και ως συνθέτης. Αφού δίδαξε το 1907 στο Ωδείο της Πάρμας,… …   Dictionary of Greek

  • κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… …   Dictionary of Greek

  • κονσέρτο — Βλ. λ. κοντσέρτο. * * * το βλ. κοντσέρτο …   Dictionary of Greek

  • τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καμπαλέφσκι, Ντμίτρι Μπορίσοβιτς — (Dmitry Borisovich Kabalevsky, Πετρούπολη 1904 – 1987). Ρώσος συνθέτης, παιδαγωγός και τεχνοκριτικός. Σπούδασε στο Ωδείο της Μόσχας, όπου δίδαξε σύνθεση από το 1939 και ανέλαβε στη συνέχεια διάφορα καθήκοντα. Η μουσική του εντάσσεται στη ρωσική… …   Dictionary of Greek

  • Κορέλι, Αρκάντζελο — (Arcangelo Corelli, Φουζινιάνο, Ραβένα 1653 – Ρώμη 1713). Ιταλός βιολιστής και συνθέτης. Μετά τις πρώτες μουσικές σπουδές του στις σχολές της Φαέντσα και του Λούγκο, ο Κ. εγκαταστάθηκε στην Μπολόνια, όπου διακρίθηκε για το μεγάλο του ταλέντο ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”